fall apart

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας fall apart
γ΄ ενικό ενεστώτα falls apart
αόριστος fell apart
παθητική μετοχή fallen apart
ενεργητική μετοχή falling apart

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fall apart < → δείτε τις λέξεις fall και apart

Ρήμα[επεξεργασία]

fall apart (en)

  • διαλύομαι, είναι σε τόσο κακή κατάσταση που τα μέρη αποσπώνται
    My car already started falling apart.
    Το αυτοκίνητό μου άρχισε πια να διαλύεται.

Πηγές[επεξεργασία]