διαλύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διαλύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος διαλύω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαλύομαι | διαλυόμουν(α) | θα διαλύομαι | να διαλύομαι | ||
β' ενικ. | διαλύεσαι | διαλυόσουν(α) | θα διαλύεσαι | να διαλύεσαι | (διαλύου) | |
γ' ενικ. | διαλύεται | διαλυόταν(ε) | θα διαλύεται | να διαλύεται | ||
α' πληθ. | διαλυόμαστε | διαλυόμαστε διαλυόμασταν |
θα διαλυόμαστε | να διαλυόμαστε | ||
β' πληθ. | διαλύεστε | διαλυόσαστε διαλυόσασταν |
θα διαλύεστε | να διαλύεστε | (διαλύεστε) | |
γ' πληθ. | διαλύονται | διαλύονταν διαλυόντουσαν |
θα διαλύονται | να διαλύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαλύθηκα | θα διαλυθώ | να διαλυθώ | διαλυθεί | ||
β' ενικ. | διαλύθηκες | θα διαλυθείς | να διαλυθείς | διαλύσου | ||
γ' ενικ. | διαλύθηκε | θα διαλυθεί | να διαλυθεί | |||
α' πληθ. | διαλυθήκαμε | θα διαλυθούμε | να διαλυθούμε | |||
β' πληθ. | διαλυθήκατε | θα διαλυθείτε | να διαλυθείτε | διαλυθείτε | ||
γ' πληθ. | διαλύθηκαν διαλυθήκαν(ε) |
θα διαλυθούν(ε) | να διαλυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαλυθεί | είχα διαλυθεί | θα έχω διαλυθεί | να έχω διαλυθεί | διαλυμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαλυθεί | είχες διαλυθεί | θα έχεις διαλυθεί | να έχεις διαλυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαλυθεί | είχε διαλυθεί | θα έχει διαλυθεί | να έχει διαλυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαλυθεί | είχαμε διαλυθεί | θα έχουμε διαλυθεί | να έχουμε διαλυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαλυθεί | είχατε διαλυθεί | θα έχετε διαλυθεί | να έχετε διαλυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαλυθεί | είχαν διαλυθεί | θα έχουν διαλυθεί | να έχουν διαλυθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαλύομαι