apart

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: apart-

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

apart (en)

  1. χωριστά, χώρια
    They live apart.
    Ζούνε χωριστά.
  2. για να δηλωθεί η απόσταση που χωρίζει δύο πράγματα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]