ενδυναμώτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενδυναμώτρια < ενδυναμωτής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενδυναμώτρια θηλυκό
- θηλυκό του ενδυναμωτής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενδυναμώτρια
|