αναλυτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναλυτικός < αρχαία ελληνική ἀναλυτικός < ἀναλύω
Επίθετο[επεξεργασία]
αναλυτικός
- ο σχετικός με την ανάλυση, που εξηγεί διεξοδικά, με λεπτομέρειες και σε βάθος, που αντιμετωπίζει ένα θέμα διαχωρίζοντας τα στοιχεία-συστατικά του και εξετάζοντάς τα ένα-ένα
- που απεικονίζει μαθηματικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναλυτικός