αναλυτικότερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναλυτικότερος < αναλυτικ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του αναλυτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αναλυτικότερος, -η, -ο
- που είναι πιο σαφής, πιο αναλυτικός, πιο διεξοδικός, που αναλύει ένα ζήτημα περισσότερο, που συνοδεύεται πιθανά από περισσότερες λεπτομέρειες
- Θα μπορούσατε ίσως να γίνετε λίγο αναλυτικότερος ώστε να κατανοήσουμε πλήρως την άποψή σας;
Παράγωγα
[επεξεργασία]- αναλυτικότερα (επίρρημα)