Μετάβαση στο περιεχόμενο

detailed

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός detailed
συγκριτικός more detailed
υπερθετικός most detailed

detailed (en)

  • λεπτομερής
      the detailed description of an island/of a crime - η λεπτομερής περιγραφή ενός νησιού/εγκλήματος
      Both sides agreed to a detailed plan for keeping the peace.
    Και οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε ένα λεπτομερές σχέδιο για τη διατήρηση της ειρήνης.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

detailed (en)