detailed
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | detailed |
συγκριτικός | more detailed |
υπερθετικός | most detailed |
detailed (en)
- λεπτομερής
- ⮡ the detailed description of an island/of a crime - η λεπτομερής περιγραφή ενός νησιού/εγκλήματος
- ⮡ Both sides agreed to a detailed plan for keeping the peace.
- Και οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε ένα λεπτομερές σχέδιο για τη διατήρηση της ειρήνης.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]detailed (en)