detail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
detail (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
detail (en)
- αναλύω, αναπτύσσω
- εξηγώ, ερμηνεύω
- κάνω κάτι με ιδιαίτερη προσοχή (ζωγραφίζω, βιδώνω, καθαρίζω, συγγράφω κτλ)
- (στρατιωτικός όρος) αναθέτω (οτιδήποτε: εργασία, αποστολή κτλ)
- Συνώνυμα: assign to