πλεκτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλεκτός < αρχαία ελληνική πλεκτός < πλέκω
Επίθετο[επεξεργασία]
πλεκτός, -ή, -ό
- που έχει πλεχτεί, που δημιουργήθηκε με πλέξιμο
- (ουσιαστικοποιημένο) πλεκτό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πλέκω
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- πλεκτή ομοιοκαταληξία: όταν ομοιοκαταληκτεί ο πρώτος με τον τρίτο στίχο, ο δεύτερος με τον τέταρτο κ.ο.κ.