πλεκτό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλεκτό τα πλεκτά
      γενική του πλεκτού των πλεκτών
    αιτιατική το πλεκτό τα πλεκτά
     κλητική πλεκτό πλεκτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πλεκτό με βελόνες και κουβάρι μαλλί

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλεκτό < ουδέτερο του πλεκτός < αρχαία ελληνική πλεκτός < πλέκω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλεκτό ουδέτερο

  1. ένδυμα ή εργόχειρο που το έχουν πλέξει
  2. (μεταφορικά) (αργκό) (αθλητισμός) τα δίχτυα του τέρματος στο ποδόσφαιρο ή το καλάθι στο μπάσκετ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πλεκτό