πλεκτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλεκτό | τα | πλεκτά |
γενική | του | πλεκτού | των | πλεκτών |
αιτιατική | το | πλεκτό | τα | πλεκτά |
κλητική | πλεκτό | πλεκτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλεκτό < ουδέτερο του πλεκτός < αρχαία ελληνική πλεκτός < πλέκω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλεκτό ουδέτερο
- ένδυμα ή εργόχειρο που το έχουν πλέξει
- (μεταφορικά) (αργκό) (αθλητισμός) τα δίχτυα του τέρματος στο ποδόσφαιρο ή το καλάθι στο μπάσκετ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πλέκω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πλεκτό