πλεχτό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλεχτό | τα | πλεχτά |
γενική | του | πλεχτού | των | πλεχτών |
αιτιατική | το | πλεχτό | τα | πλεχτά |
κλητική | πλεχτό | πλεχτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλεχτό ουδέτερο
- άλλη μορφή του πλεκτό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πλεχτό