δεύτερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | δεύτερος | δεύτερη | δεύτερο |
γενική | δεύτερου | δεύτερης | δεύτερου |
αιτιατική | δεύτερο | δεύτερη | δεύτερο |
κλητική | δεύτερε | δεύτερη | δεύτερο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | δεύτεροι | δεύτερες | δεύτερα |
γενική | δεύτερων | δεύτερων | δεύτερων |
αιτιατική | δεύτερους | δεύτερες | δεύτερα |
κλητική | δεύτεροι | δεύτερες | δεύτερα |
* λόγια γενική ενικού: δευτέρου * λόγια μορφή του θηλυκού: δευτέρα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεύτερος < αρχαία ελληνική δεύτερος < δύο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈðɛf.tɛ.ɾɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ˈðɛf.tɛ.ɾi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ˈðɛf.tɛ.ɾɔ/ ουδέτερο
Αριθμητικό[επεξεργασία]
δεύτερος -η/-α -ο
- (τακτικό) που ακολουθεί τον πρώτο και προηγειται του τριτου , που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν δύο (2)
- ήρθε δεύτερος και καταϊδρωμένος
- η κόρη μου πάει στη δευτέρα τάξη
- κατώτερος σε ποιότητα ή τάξη
- δεύτερης ποιότητας, δευτέρας διαλογής
- (λαϊκότροπο) εφεδρικός, η λέξη εφεδρικός προτιμάται προς αποφυγήν παρανοήσεων
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (από) δεύτερο χέρι : για κάτι μεταχειρισμένο
- σε δεύτερη μοίρα : παραγκωνισμένο, υποβιβασμένο, υποδεέστερης σημασίας