Μετάβαση στο περιεχόμενο

δεύτερος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεύτερος η δεύτερα
& δευτέρα
το δεύτερο
      γενική του δεύτερου
& δευτέρου
της δεύτερας
& δευτέρας
του δεύτερου
& δευτέρου
    αιτιατική τον δεύτερο τη δεύτερα
& δευτέρα
το δεύτερο
     κλητική δεύτερε δεύτερα
& δεύτερα
δεύτερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεύτεροι οι δεύτερες τα δεύτερα
      γενική των δεύτερων
& δευτέρων
των δεύτερων
& δευτέρων
των δεύτερων
& δευτέρων
    αιτιατική τους δεύτερους
& δευτέρους
τις δεύτερες τα δεύτερα
     κλητική δεύτεροι δεύτερες δεύτερα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δεύτερος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δεύτερος < δύο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈðe.fte.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δεύτερος

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

δεύτερος, -η/-α, -ο αριθμητικό επίθετο

  1. (τακτικό αριθμητικό) που ακολουθεί τον πρώτο και προηγειται του τριτου , που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν δύο (2)
      ήρθε δεύτερος και καταϊδρωμένος
      η κόρη μου πάει στη δευτέρα τάξη
  2. κατώτερος σε ποιότητα ή τάξη
      δεύτερης ποιότητας, δευτέρας διαλογής
  3. (λαϊκότροπο) εφεδρικός, η λέξη εφεδρικός προτιμάται προς αποφυγήν παρανοήσεων

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • (από) δεύτερο χέρι : για κάτι μεταχειρισμένο
  • σε δεύτερη μοίρα : παραγκωνισμένο, υποβιβασμένο, υποδεέστερης σημασίας

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

όπως

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]