μοίρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μοίρα | οι | μοίρες |
γενική | της | μοίρας | των | μοιρών |
αιτιατική | τη | μοίρα | τις | μοίρες |
κλητική | μοίρα | μοίρες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοίρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μοῖρα < μείρομαι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmi.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μοί‐ρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοίρα θηλυκό
- το μερίδιο, το μερτικό
- ↪ ο εκλιπών δεν προνόησε στη διαθήκη του για τα παιδιά του, αυτά όμως θα διεκδικήσουν τη νόμιμη μοίρα τους
- ↪ δεν έχει στον ήλιο μοίρα
- το πεπρωμένο, το γραφτό, το ριζικό
- ↪ κανείς δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει η μοίρα
- ↪ όπου φτωχός κι η μοίρα του
- (κατ' επέκταση) ο προορισμός
- (κατ' επέκταση) το τέλος ή ο θάνατος
- ↪ η μοίρα αυτού του νεοκλασικού κτηρίου ήταν να καταλήξει ένας σωρός από μπάζα
- (στρατιωτικός όρος) μονάδα του πυροβολικού, των ειδικών δυνάμεων, του ναυτικού ή της αεροπορίας
- ↪ δύο μοίρες καταδιωκτικών απογειώθηκαν για να αποκρούσουν την εισβολή στον εναέριο χώρο μας
- (ανατομία) τμήμα της σπονδυλικής στήλης
- (γεωμετρία) μονάδα μέτρησης τόξων ή γωνιών, ίση με το 1/360 του κύκλου (συμβολίζεται με °)
- η ορθή γωνία ισούται με 90 μοίρες
- (μυθολογία) → δείτε τη λέξη Μοίρα μία από τις τρείς θυγατέρες της Θέμιδος των θεσμών και του Διός/συμπαντικού νού < ΄΄Ησίοδου Θεογονία΄΄
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κλαίω τη μοίρα μου
- λέω τη μοίρα: προλέγω το μέλλον
- όπου φτωχός κι μοίρα του
- σε δεύτερη μοίρα: παραγκωνισμένο, υποβιβασμένο, υποδεέστερης σημασίας
- ※ Όμως η εποχή ήταν τέτοια που και το θάνατο της μάνας σου τον έβαζες σε δεύτερη μοίρα. (Διδώ Σωτηρίου (1976). Εντολή [μυθιστόρημα])
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
μοιρ-
μοιρ-
Σύνθετα[επεξεργασία]
- αδερφομοιράδι
- αδερφομοίρι
- αδιαμοίραστος
- αμοίραστος
- αμοιρολόγητος
- άμοιρος
- βαριόμοιρος
- διαμοιράζω
- διμοιρία
- διμοιρίτης
- δύσμοιρος
- ειμαρμένη
- ισομοιρία
- καλομοίρα
- καλομοίρης
- κακομοίρης
- κακομοιριά
- κακομοιριασμένος
- κακομοίρικα
- κακομοίρικος
- κακόμοιρος
- μεμψιμοιρία
- μεμψίμοιρος
- μεμψιμοιρώ
- μισοκακόμοιρος
- μοίραρχος
- μοιρογνωμόνιο
- μοιρολατρία
- μοιρολογώ
- μοιρολόι
- ξαναμοιράζω
- ψευτοκακόμοιρος
- ψωροκακόμοιρος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μοίρα στη Βικιπαίδεια
- Μοίρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεπρωμένο
στρατιωτική μονάδα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)