ψωροκακόμοιρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψωροκακόμοιρος < ψώρα + -ο- + κακόμοιρος
Επίθετο[επεξεργασία]
ψωροκακόμοιρος
- (μειωτικό) που είναι κακόμοιρος και μας προκαλεί αισθήματα λύπης αλλά και αποστροφής λόγω αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς κ.λπ.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ψώρα και κακόμοιρος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψωροκακόμοιρος
|