λόγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λόγω < αρχαία ελληνική λόγῳ, δοτική του ουσιαστικού λόγος
Πρόθεση[επεξεργασία]
λόγω
- συντάσσεται με γενική και δηλώνει αιτία
- κλειστό λόγω διακοπών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
λόγω