λόγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λόγῳ, λόγο, -λογο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λόγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λόγῳ, (δοτική) του ουσιαστικού λόγος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈlo.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λό‐γω
ομόηχο: λόγο

Πρόθεση[επεξεργασία]

λόγω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

λόγω

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]