degree
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
degree | degrees |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]degree (en)
- μοίρα, το 1/360 του κύκλου
- βαθμός μιας κλίμακας μέτρησης, πχ Κελσίου
- βαθμός, η έκταση που έχει πάρει ένα φαινόμενο
- πτυχίο πανεπιστημιακό
- (βάσεις δεδομένων) ο βαθμός σχέσης ή πίνακα[1]
- Συνώνυμο: arity
- Συγγενικό: cardinality
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
degree στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 45, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04