διμοιρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διμοιρία | οι | διμοιρίες |
γενική | της | διμοιρίας | των | διμοιριών |
αιτιατική | τη | διμοιρία | τις | διμοιρίες |
κλητική | διμοιρία | διμοιρίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διμοιρία < ελληνιστική κοινή διμοιρία (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική διμοιρία < δι- + μοῖρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διμοιρία θηλυκό
- ομάδα λίγων (περί των 30) στρατιωτών ή αστυνομικών
[επεξεργασία]
- διμοιρίτης
- διμοιρίτισσα
- → δείτε τις λέξεις δύο και μοίρα