μοῖρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μοῖρᾰ | αἱ | μοῖραι |
γενική | τῆς | μοίρᾱς | τῶν | μοιρῶν |
δοτική | τῇ | μοίρᾳ | ταῖς | μοίραις |
αιτιατική | τὴν | μοῖρᾰν | τὰς | μοίρᾱς |
κλητική ὦ! | μοῖρᾰ | μοῖραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μοῖρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μοίραιν | ||
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν) δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ. | ||||
1η κλίση, Κατηγορία όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοῖρα θηλυκό ( ιωνικός τύπος γενικής: μοίρης, δωρικός τύπος μόρα για το τμήμα στρατού)
- μέρος, μερίδιο γης
- χώρης ὀλίγην ἔτι μοῖραν ἔχοντες
- καὶ κρατερός περ ἐὼν μενέτω τριτάτῃ ἐνὶ μοίρῃ. : κι ας μείνει πανίσχυρος στο δικό του τρίτο < στο ένα τρίτο του κλήρου που του δόθηκε>
- η μεριά μου, η πολιτική μου άποψη, η πολιτική μερίδα
- τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖρα προσεθήκατο (Ηρόδοτος) : προσεταιρίστηκε, πήρε με το μέρος του, με το "κόμμα" του
- από τη μεριά του καλού ή του κακού, γενικά από τη δική μου μεριά ή του αντιπάλου, σαν κατηγορία, που ανήκει μια ενέργεια, σχεδόν επιρρηματικά
- ἐν τῇ τοῦ ἀγαθοῦ μοίρᾳ ἐκεῖνό ἐστι είναι καλό
- ἄγειν ἢ φέρειν ἐν πολεμίου μοῖραν : μη με βάζεις σε ίση μοίρα με του εχθρού σου, μη μου συμπεριφέρεσαι σαν να είμαι εχθρός, εχθρικά
- ὡς ἐν παιδιᾶς μοίρᾳ : σαν παιχνίδι, παιχνιδιάρικα
- μοίρα του κύκλου στην αστρονομία και γεωγραφία, και στην αστρολογία, στη Σπάρτη και τμήμα στρατού (συνήθως αναφέρεται μόρα)
- μερίδα φαγητού
- η κληρονομιά
- τὴν τοῦ πατρὸς μοῖραν λαγχάνειν : κληρονόμησε την πατρική περιουσία
- (μεταφορικά) ίχνος, τμήμα έστω, ένα μικρό μέρος
- οὐδ᾽ αἰδοῦς μοῖραν ἔχουσιν : ξεδιάντροποι
- το μερτικό στη ζωή, το γραφτό, το πεπρωμένο, η μοίρα
- ἐν ἡμέρᾳ δὲ μοῖρ᾽ ἀπρόσκοπος βροτῶν: στο φως της μέρας δεν μπορεί κανείς να προφητέψει τη μοίρα των θνητών (Αισχύλος)
- σεβασμός, κύρος (ανάλογο του νεοελληνικού "τον έχει σε δεύτερη, τρίτη μοίρα ή απεναντίας τον έχει σε πρώτη μοίρα, σε καλή σειρά")
- ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ μεγάλῃ ἄγειν τόν... : δεν εκτιμά ιδιαίτερα τον...
- μεγάλην μοῖραν καί τιμήν ἔχει
- πρόνοια ανώτερης δύναμης, ανέλπιστη τύχη
- θείᾳ μοίρᾳ : θεία πρόνοια (Ξενοφών)
- ἀγαθᾷ μοίρᾳ : για καλή του τύχη (Ευριπίδης)
- με κεφαλαίο η θεά Μοῖρα, η προσωποποίηση της μοίρας, του πεπρωμένου, μια στον Όμηρο, αλλά στον Ησίοδο τρεις
- καί Μοίρας καὶ Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους, Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵτε βροτοῖσι γεινομένοισι διδοῦσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε, αἵτ᾽ ἀνδρῶν τε θεῶν τε παραιβασίας ἐφέπουσιν
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ἐν παντὶ παντὸς μοῖρα ἔνεστι (Αναξαγόρας)
- πρὸ μοίρας: πριν την ώρα του (για θάνατο)
- κατά μοῖραν και ἐν μοίρῃ : το σωστό, το ορθό, το αναλογούν
- παρά μοῖραν: το λανθασμένο
- κατὰ τὴν ἰδίαν ἑκάστου μοῖραν: (Λυκούργος) ο καθένας το δίκιο του, το μερτικό του
Πηγές[επεξεργασία]
- «μοῖρα» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «μοῖρα» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σφαῖρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σφαῖρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)