κακομοιριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κακομοιρία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακομοιριά οι κακομοιριές
      γενική της κακομοιριάς των κακομοιριών
    αιτιατική την κακομοιριά τις κακομοιριές
     κλητική κακομοιριά κακομοιριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακομοιριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κακομοιριά < ελληνιστική κοινή κακομοιρία με συνίζηση < κακόμοιρος < αρχαία ελληνική κακός (κακο-)+ μοῖρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ko.miɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κο‐μοι‐ριά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κακομοιριά θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακομοιριά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κακομοιρία με συνίζηση < κακόμοιρος < αρχαία ελληνική κακός (κακο-)+ μοῖρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κακομοιριά θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]