fato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fato | fatos |
fato (pt)αρσενικό
- το ταγιέρ
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fato | fatos |
fato (pt)αρσενικό