σπονδυλική στήλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπονδυλική στήλη < → δείτε τις λέξεις σπονδυλικός και στήλη
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

σπονδυλική στήλη θηλυκό
- (ανατομία) το κεντρικό τμήμα του σκελετού των σπονδυλωτών ζώων
- (μεταφορικά) ο άξονας γύρω από τον οποίο αρθρώνεται ένα σύνολο (μια ιδεολογία, μια θεωρία, ένα σύστημα κ.λπ.)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπονδυλική στήλη