δευτερόλεπτο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δευτερόλεπτο | τα | δευτερόλεπτα |
γενική | του | δευτερόλεπτου & δευτερολέπτου |
των | δευτερόλεπτων & δευτερολέπτων |
αιτιατική | το | δευτερόλεπτο | τα | δευτερόλεπτα |
κλητική | δευτερόλεπτο | δευτερόλεπτα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δευτερόλεπτο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δευτερόλεπτον (ένα εξηκοστό της μοίρας, του λεπτού), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική seconde < μεσαιωνική λατινική secundus < (σημασιολογικό δάνειο) ελληνιστική κοινή .[1] Συγχρονικά αναλύεται σε δευτερό- + λεπτό
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðe.fteˈɾo.le.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δευ‐τε‐ρό‐λε‐πτο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δευτερόλεπτο ουδέτερο
- μονάδα μέτρησης του χρόνου, το ένα εξηκοστό του λεπτού
- ※ Το εργαστήριο ήταν σκοτεινό και μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μου χρειάστηκε να περάσουν κάμποσα δευτερόλεπτα. (Θανάσης Βαλτινός, Ο γύψος. Συλλογή διηγημάτων Δεκαοχτώ κείμενα. Αθήνα: Κέδρος, 1970)
- διεθνής συντομογραφία: sec, s
- πολύ μικρό χρονικό διάστημα
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ δευτερόλεπτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δευτερό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)