Μετάβαση στο περιεχόμενο

δευτερόλεπτο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δευτερόλεπτο τα δευτερόλεπτα
      γενική του δευτερόλεπτου
& δευτερολέπτου
των δευτερόλεπτων
& δευτερολέπτων
    αιτιατική το δευτερόλεπτο τα δευτερόλεπτα
     κλητική δευτερόλεπτο δευτερόλεπτα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δευτερόλεπτο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δευτερόλεπτον (ένα εξηκοστό της μοίρας, του λεπτού), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική seconde < μεσαιωνική λατινική secundus < (σημασιολογικό δάνειο) ελληνιστική κοινή .[1] Συγχρονικά αναλύεται σε δευτερό- + λεπτό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðe.fteˈɾo.le.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δευτερόλεπτο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δευτερόλεπτο ουδέτερο

  1. μονάδα μέτρησης του χρόνου, το ένα εξηκοστό του λεπτού
      Το εργαστήριο ήταν σκοτεινό και μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μου χρειάστηκε να περάσουν κάμποσα δευτερόλεπτα. (Θανάσης Βαλτινός, Ο γύψος. Συλλογή διηγημάτων Δεκαοχτώ κείμενα. Αθήνα: Κέδρος, 1970)
    διεθνής συντομογραφία: sec, s
  2. πολύ μικρό χρονικό διάστημα

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]