δεύτερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεύτερο < με παράλειψη της λέξης λεπτό από την έκφραση δεύτερο λεπτό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δεύτερο ουδέτερο
- η εκτόξευση του πυραύλου θα γίνει σε τρία πρώτα λεπτά και 2 δεύτερα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη δεύτερος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δεύτερο
→ δείτε τη λέξη δευτερόλεπτο |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]δεύτερο