δεύτερο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δεύτερο < με παράλειψη της λέξης λεπτό από την έκφραση δεύτερο λεπτό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δεύτερο ουδέτερο

η εκτόξευση του πυραύλου θα γίνει σε τρία πρώτα λεπτά και 2 δεύτερα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

δεύτερο