πλοχμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πλοχμός | οι | πλοχμοί |
γενική | του | πλοχμού | των | πλοχμών |
αιτιατική | τον | πλοχμό | τους | πλοχμούς |
κλητική | πλοχμέ | πλοχμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλοχμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλοχμός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ploxˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλοχ‐μός
- παλιότερος συλλαβισμός : πλο‐χμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλοχμός αρσενικό
- (λόγιο, αρχαιολογία) διακοσμητικό σχήμα που μοιάζει με πλεξούδα [1] (όπως στην αρχαία λέξη πλοχμός)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλοχμός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πλοχμός | οἱ | πλοχμοί |
γενική | τοῦ | πλοχμοῦ | τῶν | πλοχμῶν |
δοτική | τῷ | πλοχμῷ | τοῖς | πλοχμοῖς |
αιτιατική | τὸν | πλοχμόν | τοὺς | πλοχμούς |
κλητική ὦ! | πλοχμέ | πλοχμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλοχμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλοχμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλοχμός < θέμα πλοκ-smo- < πλοκ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που υπάρχει στο πλέκω + επίθημα smo- [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλοχμός αρσενικό
- πλεξούδα από μαλλιά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 52 (στίχοι 51-52)
- αἵματί οἱ δεύοντο κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι | πλοχμοί θ᾽, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο.
- Στο αίμα εβάφ᾽ η κόμη του, καλή σαν των Χαρίτων, | και με τ᾽ ασημοχρύσαφα σφιγμένες οι πλεξίδες.
- Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
- Σκηνή: ο Μενέλαος σκοτώνει τον τρώα Εύφορβο, γιο του Πανθόου.
- αἵματί οἱ δεύοντο κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι | πλοχμοί θ᾽, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 52 (στίχοι 51-52)
- πλοκάμι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- πλοχμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλοχμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Κομμωτική (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)