κόλλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κόλλο | τα | κόλλα |
γενική | του | κόλλου | των | κόλλων |
αιτιατική | το | κόλλο | τα | κόλλα |
κλητική | κόλλο | κόλλα | ||
Συνήθως στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόλλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική collo → και δείτε τη λέξη κόλο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈko.lo/ συγκρίνετε με την ιταλική προφορά του collo
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κόλ‐λο
- ομόηχα: κόλο, κώλο
- τονικό παρώνυμο: κολώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόλλο ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό
- μη απλοποιημένη γραφή του κόλο (το διπλό σύμφωνο, όπως στα ιταλικά)
- ※ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΕΣ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΕΣ, ΑΠΟΘΗΚΗΣ ΑΠΛΕΣ: Εάν το βάρος του κάθε κόλλου ξεπερνά τα 50 Kg , τότε διαιρούμε το συνολικό βάρος του εμπορεύματος με το 50 και ευρίσκουμε τα κόλλα που θα χρεώσουμε (@.ektelonismos.com)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)