μπήγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπήγω < μεσαιωνική ελληνική μπήγω < αρχαία ελληνική ἐμπήγνυμι

Ρήμα[επεξεργασία]

μπήγω (παθητική φωνή: μπήγομαι)

  1. βάζω κάτι μακρύ και μυτερό μέσα σε άλλο ασκώντας πίεση
  2. (οικείο) (σε εκφράσεις, συνοδευόμενο από: τα γέλια / τα κλάματα / τις φωνές / τις κραυγές κλπ.) αρχίζω και μάλιστα σε υπερβολικό βαθμό, βάζω (μεταφορικά), πατάω (μεταφορικά)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]