affix
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
affix | affixes |
affix (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | affix |
γ΄ ενικό ενεστώτα | affixes |
αόριστος | affixed |
παθητική μετοχή | affixed |
ενεργητική μετοχή | affixing |
affix (en)