stuck
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | stuck |
συγκριτικός | more stuck |
υπερθετικός | most stuck |
stuck (en) (όχι πριν από το ουσιαστικό)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]stuck (en)