Μετάβαση στο περιεχόμενο

stuck

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός stuck
συγκριτικός more stuck
υπερθετικός most stuck

stuck (en) (όχι πριν από το ουσιαστικό)

  1. κολλάω, σφίγγω, που δεν μπορεί να κινήσει ή να κινηθεί
    παράδειγμα  We got stuck in the mud.
    Κολλήσαμε στη λάσπη.
    παράδειγμα  The drawer is stuck and won't open.
    Το συρτάρι έσφιξε και δεν ανοίγει.
  2. κολλάω, που δεν μπορεί να απαντήσει ή να καταλάβει κάτι
    παράδειγμα  Don’t get stuck on the details!
    Μην κολλάς σε λεπτομέρειες!

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

stuck (en)