Μετάβαση στο περιεχόμενο

ξυλιά

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξυλιά οι ξυλιές
      γενική της ξυλιάς των ξυλιών
    αιτιατική την ξυλιά τις ξυλιές
     κλητική ξυλιά ξυλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξυλιά < μεσαιωνική ελληνική < ξύλο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ksiˈʎa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξυλιά θηλυκό

  1. χτύπημα με ένα κομμάτι ξύλου (πχ. με μια βέργα)
  2. χτύπημα που δίνεται με το χέρι ως μορφή τιμωρίας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]