traffic jam
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
traffic jam | traffic jams |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
traffic jam (en)
- το κυκλοφοριακό, το μποτιλιάρισμα, κυκλοφοριακή συμφόρηση, το πρόβλημα που δημιουργείται από την κυκλοφορία πολλών οχημάτων
- ↪ For thirty five years, the state has been searching for a solution to traffic jams.
- Τριάντα πέντε χρόνια το κράτος ψάχνει λύση για το κυκλοφοριακό.
- ↪ Traffic jams often happen during the hours of peak traffic.
- Συχνά μποτιλιαρίσματα συμβαίνουν κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής.
- ≈ συνώνυμα: bottleneck, congestion, gridlock, jam, traffic
- ↪ For thirty five years, the state has been searching for a solution to traffic jams.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
traffic jam στην αγγλική Βικιπαίδεια