traffic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

traffic (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η κίνηση, η κυκλοφορία, το κυκλοφοριακό, κυκλοφοριακός, τα οχήματα που βρίσκονται σε δρόμο σε μια συγκεκριμένη ώρα
    The roads had heavy traffic today.
    Οι δρόμοι είχαν πολλή κίνηση σήμερα.
    In order to improve the flow of traffic
    Για να βελτιώσουμε τη ροή της κυκλοφορίας
    Vehicular traffic is forbidden.
    Απαγορεύεται η κυκλοφορία οχημάτων.
    the traffic in Thessaloniki - το κυκλοφοριακό στη Θεσσαλονίκη
    traffic congestion - κυκλοφοριακή συμφόρηση
    hours of peak traffic - ώρες κυκλοφοριακής αιχμής
  2. η κίνηση πλοίων, τρένων, αεροσκαφών κτλ. κατά μήκος μιας συγκεκριμένης διαδρομής
    railway traffic - σιδηροδρομική κίνηση
  3. η κίνηση, η δραστηριότητα της μετακίνησης ανθρώπων ή αγαθών από το ένα μέρος στο άλλο
    commercial/passenger traffic - η κίνηση εμπορευμάτων/επιβατών
    With the quarantine restrictions, the traffic is very low.
    Με τους περιορισμούς της καραντίνας η κίνηση είναι πολύ πεσμένη.

Σύνθετα

[επεξεργασία]