traffic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- η κυκλοφορία, κυκλοφοριακός, η κίνηση οχημάτων ή πεζών
- ↪ In order to improve the flow of traffic…
- Για να βελτιώσουμε τη ροή της κυκλοφορίας…
- ↪ Vehicular traffic is forbidden.
- Απαγορεύεται η κυκλοφορία οχημάτων.
- ↪ traffic congestion - κυκλοφοριακή συμφόρηση
- ↪ hours of peak traffic - ώρες κυκλοφοριακής αιχμής
- ↪ In order to improve the flow of traffic…
- το κυκλοφοριακό, το πρόβλημα που δημιουργείται από την κυκλοφορία πολλών οχημάτων
- ↪ traffic in Thessaloniki - κυκλοφοριακό στη Θεσσαλονίκη
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη traffic jam
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- traffic - Cambridge Dictionary online
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 484. ISBN 9780194325684., λήμμα: κυκλοφορία, κυκλοφοριακός