traffic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

traffic (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η κυκλοφορία, κυκλοφοριακός, η κίνηση οχημάτων ή πεζών
    In order to improve the flow of traffic
    Για να βελτιώσουμε τη ροή της κυκλοφορίας
    Vehicular traffic is forbidden.
    Απαγορεύεται η κυκλοφορία οχημάτων.
    traffic congestion - κυκλοφοριακή συμφόρηση
    hours of peak traffic - ώρες κυκλοφοριακής αιχμής
  2. το κυκλοφοριακό, το πρόβλημα που δημιουργείται από την κυκλοφορία πολλών οχημάτων
    traffic in Thessaloniki - κυκλοφοριακό στη Θεσσαλονίκη
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη traffic jam

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • traffic - Cambridge Dictionary online
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 484. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κυκλοφορία, κυκλοφοριακός