traffic
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η κίνηση, η κυκλοφορία, το κυκλοφοριακό, κυκλοφοριακός, τα οχήματα που βρίσκονται σε δρόμο σε μια συγκεκριμένη ώρα
- ⮡ The roads had heavy traffic today.
- Οι δρόμοι είχαν πολλή κίνηση σήμερα.
- ⮡ In order to improve the flow of traffic…
- Για να βελτιώσουμε τη ροή της κυκλοφορίας…
- ⮡ Vehicular traffic is forbidden.
- Απαγορεύεται η κυκλοφορία οχημάτων.
- ⮡ the traffic in Thessaloniki - το κυκλοφοριακό στη Θεσσαλονίκη
- ⮡ traffic congestion - κυκλοφοριακή συμφόρηση
- ⮡ hours of peak traffic - ώρες κυκλοφοριακής αιχμής
- ⮡ The roads had heavy traffic today.
- η κίνηση πλοίων, τρένων, αεροσκαφών κτλ. κατά μήκος μιας συγκεκριμένης διαδρομής
- ⮡ railway traffic - σιδηροδρομική κίνηση
- η κίνηση, η δραστηριότητα της μετακίνησης ανθρώπων ή αγαθών από το ένα μέρος στο άλλο
- ⮡ commercial/passenger traffic - η κίνηση εμπορευμάτων/επιβατών
- ⮡ With the quarantine restrictions, the traffic is very low.
- Με τους περιορισμούς της καραντίνας η κίνηση είναι πολύ πεσμένη.
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- traffic - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 448, 484. ISBN 9780194325684., λήμμα: κίνηση, κυκλοφορία, κυκλοφοριακός