gridlock
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gridlock | gridlocks |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gridlock (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- κυκλοφοριακή συμφόρηση, μποτιλιάρισμα, ιδιαίτερα σε καταστάσεις όπου αυτοκίνητα έχουν βρεθεί εγκλωβισμένα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ή σε διασταύρωση, επειδή δεν πρόλαβαν να περάσουν με το πράσινο φανάρι
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη traffic jam