gridlock
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gridlock | gridlocks |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gridlock (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- κυκλοφοριακή συμφόρηση, μποτιλιάρισμα, ιδιαίτερα σε καταστάσεις όπου αυτοκίνητα έχουν βρεθεί εγκλωβισμένα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ή σε διασταύρωση, επειδή δεν πρόλαβαν να περάσουν με το πράσινο φανάρι
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη traffic jam