gridlock

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gridlock gridlocks

Ετυμολογία [επεξεργασία]

gridlock < grid + lock

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gridlock (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)