lock
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lock | locks |
lock (en)
- κλειδαριά
- ανισοϋψής δεξαμενή διώρυγας, λαϊκότροπο: κλεισιά· ανισοϋψής υδατοκλωβός
- μπούκλα
- αεροστεγής θάλαμος
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | lock |
γ΄ ενικό ενεστώτα | locks |
αόριστος | locked |
παθητική μετοχή | locked |
ενεργητική μετοχή | locking |
lock (en)
- κλειδώνω
- (ανεπίσημο) ακινητοποιώ
- (μεταφορικά) ενώνω, δένω, κουμπώνω, γατζώνω, μαγκώνω
[επεξεργασία]
- lock out
- και δείτε τη λέξη lock στο Βικιλεξικό