ακινητοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ακινητοποιώ
- καθιστώ ακίνητο
- η αστυνομία ακινητοποίησε το ύποπτο όχημα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακινητοποιώ | ακινητοποιούσα | θα ακινητοποιώ | να ακινητοποιώ | ακινητοποιώντας | |
β' ενικ. | ακινητοποιείς | ακινητοποιούσες | θα ακινητοποιείς | να ακινητοποιείς | (ακινητοποίει) | |
γ' ενικ. | ακινητοποιεί | ακινητοποιούσε | θα ακινητοποιεί | να ακινητοποιεί | ||
α' πληθ. | ακινητοποιούμε | ακινητοποιούσαμε | θα ακινητοποιούμε | να ακινητοποιούμε | ||
β' πληθ. | ακινητοποιείτε | ακινητοποιούσατε | θα ακινητοποιείτε | να ακινητοποιείτε | ακινητοποιείτε | |
γ' πληθ. | ακινητοποιούν(ε) | ακινητοποιούσαν(ε) | θα ακινητοποιούν(ε) | να ακινητοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακινητοποίησα | θα ακινητοποιήσω | να ακινητοποιήσω | ακινητοποιήσει | ||
β' ενικ. | ακινητοποίησες | θα ακινητοποιήσεις | να ακινητοποιήσεις | ακινητοποίησε | ||
γ' ενικ. | ακινητοποίησε | θα ακινητοποιήσει | να ακινητοποιήσει | |||
α' πληθ. | ακινητοποιήσαμε | θα ακινητοποιήσουμε | να ακινητοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | ακινητοποιήσατε | θα ακινητοποιήσετε | να ακινητοποιήσετε | ακινητοποιήστε | ||
γ' πληθ. | ακινητοποίησαν ακινητοποιήσαν(ε) |
θα ακινητοποιήσουν(ε) | να ακινητοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακινητοποιήσει | είχα ακινητοποιήσει | θα έχω ακινητοποιήσει | να έχω ακινητοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακινητοποιήσει | είχες ακινητοποιήσει | θα έχεις ακινητοποιήσει | να έχεις ακινητοποιήσει | έχε ακινητοποιημένο | |
γ' ενικ. | έχει ακινητοποιήσει | είχε ακινητοποιήσει | θα έχει ακινητοποιήσει | να έχει ακινητοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακινητοποιήσει | είχαμε ακινητοποιήσει | θα έχουμε ακινητοποιήσει | να έχουμε ακινητοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακινητοποιήσει | είχατε ακινητοποιήσει | θα έχετε ακινητοποιήσει | να έχετε ακινητοποιήσει | έχετε ακινητοποιημένο | |
γ' πληθ. | έχουν ακινητοποιήσει | είχαν ακινητοποιήσει | θα έχουν ακινητοποιήσει | να έχουν ακινητοποιήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ακινητοποιημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ακινητοποιημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ακινητοποιημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ακινητοποιημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακινητοποιούμαι | ακινητοποιούμουν | θα ακινητοποιούμαι | να ακινητοποιούμαι | ακινητοποιούμενος | |
β' ενικ. | ακινητοποιείσαι | ακινητοποιούσουν | θα ακινητοποιείσαι | να ακινητοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | ακινητοποιείται | ακινητοποιούνταν | θα ακινητοποιείται | να ακινητοποιείται | ||
α' πληθ. | ακινητοποιούμαστε | ακινητοποιούμασταν ακινητοποιούμαστε |
θα ακινητοποιούμαστε | να ακινητοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | ακινητοποιείστε | ακινητοποιούσασταν ακινητοποιούσαστε |
θα ακινητοποιείστε | να ακινητοποιείστε | ακινητοποιείστε | |
γ' πληθ. | ακινητοποιούνται | ακινητοποιούνταν | θα ακινητοποιούνται | να ακινητοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακινητοποιήθηκα | θα ακινητοποιηθώ | να ακινητοποιηθώ | ακινητοποιηθεί | ||
β' ενικ. | ακινητοποιήθηκες | θα ακινητοποιηθείς | να ακινητοποιηθείς | ακινητοποιήσου | ||
γ' ενικ. | ακινητοποιήθηκε | θα ακινητοποιηθεί | να ακινητοποιηθεί | |||
α' πληθ. | ακινητοποιηθήκαμε | θα ακινητοποιηθούμε | να ακινητοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | ακινητοποιηθήκατε | θα ακινητοποιηθείτε | να ακινητοποιηθείτε | ακινητοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | ακινητοποιήθηκαν ακινητοποιηθήκαν(ε) |
θα ακινητοποιηθούν(ε) | να ακινητοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ακινητοποιηθεί | είχα ακινητοποιηθεί | θα έχω ακινητοποιηθεί | να έχω ακινητοποιηθεί | ακινητοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις ακινητοποιηθεί | είχες ακινητοποιηθεί | θα έχεις ακινητοποιηθεί | να έχεις ακινητοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ακινητοποιηθεί | είχε ακινητοποιηθεί | θα έχει ακινητοποιηθεί | να έχει ακινητοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ακινητοποιηθεί | είχαμε ακινητοποιηθεί | θα έχουμε ακινητοποιηθεί | να έχουμε ακινητοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ακινητοποιηθεί | είχατε ακινητοποιηθεί | θα έχετε ακινητοποιηθεί | να έχετε ακινητοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ακινητοποιηθεί | είχαν ακινητοποιηθεί | θα έχουν ακινητοποιηθεί | να έχουν ακινητοποιηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ακινητοποιημένος - είμαστε, είστε, είναι ακινητοποιημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ακινητοποιημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ακινητοποιημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ακινητοποιημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ακινητοποιημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ακινητοποιημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ακινητοποιημένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακινητοποιώ