Μετάβαση στο περιεχόμενο

immobilize

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας immobilize
γ΄ ενικό ενεστώτα immobilizes
αόριστος immobilized
παθητική μετοχή immobilized
ενεργητική μετοχή immobilizing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
immobilize < immobile + -ize

immobilize (en)

  • ακινητοποιώ
      She immobilized him with a jiu-jitsu hold.
    Τον ακινητοποίησε με μια λαβή ζίου ζίτσου.