κλειδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλειδώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλειδόω / κλειδ(ῶ) + -ώνω < αρχαία ελληνική κλείς < πρωτοελληνική *klāwī́ds < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kleh₂us (μέσο ασφάλισης / κλειδώματος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kliˈðo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλει‐δώ‐νω

κλειδώνω, αόρ.: κλείδωσα, παθ.φωνή: κλειδώνομαι, π.αόρ.: κλειδώθηκα, μτχ.π.π.: κλειδωμένος

  1. κάνω κάτι ασφαλές χρησιμοποιώντας κλειδί, ώστε να μην ανοίγει
    ⮡  είσαι σίγουρος ότι κλείδωσες την πόρτα;
  2. τοποθετώ κάτι σε ένα χώρο που ασφαλίζεται με κλειδί
    ⮡  θα κλειδώσω τα έγγραφα στο ντουλάπι
  3. (μεταφορικά) περιορίζω κάποιον σε ένα χώρο, ώστε να μην μπορεί να διαφύγει
    ⮡  τον είχε κλειδώσει στο υπόγειο για τιμωρία
  4. (μεταφορικά) καθορίζω μια κατάσταση, ώστε να μην μπορεί να αλλάξει
    ⮡  έχει κλειδώσει την απάντησή της
     συνώνυμα: οριστικοποιώ,εξασφαλίζω
  5. (τεχνολογία) βάζω ασφάλεια με ορισμένο κωδικό σε κάποιο μέσο αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων, ώστε να μην έχει άλλος πρόσβαση σε αυτά
    ⮡  κλείδωσα το αρχείο, ώστε νε μην μπορεί να τροποποιηθεί
  6. (ναυτικός όρος) ενώνω με κλειδί τα τμήματα από τα οποία αποτελείται η αλυσίδα της άγκυρας
  7. (αμετάβατο) ασφαλίζομαι με κλειδί, ώστε να μην παραβιάζομαι
    ⮡  χρειάζονται δύο διαφορετικά κλειδιά, για να κλειδώνει το χρηματοκιβώτιο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κλειδί

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]