πρόσβαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόσβαση | οι | προσβάσεις |
γενική | της | πρόσβασης* | των | προσβάσεων |
αιτιατική | την | πρόσβαση | τις | προσβάσεις |
κλητική | πρόσβαση | προσβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόσβαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσβασις[1] < προσβαίνω < πρός (προσ-) + βαίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόσβαση θηλυκό
- η είσοδος
- το πλησίασμα
- η προσέγγιση
[επεξεργασία]
- προσβαίνω (αρχαία ελληνικά, νεολογισμός πληροφορικής)
- προσπελάζω
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ πρόσβαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προσ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)