είσοδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εἴσοδος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η είσοδος οι είσοδοι
      γενική της εισόδου των εισόδων
    αιτιατική την είσοδο τις εισόδους
     κλητική είσοδε
(είσοδο)
είσοδοι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

είσοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἴσοδος[1] < εἰς (είσ-) + οδός
για την πληροφορική < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική input
Η εισόδος της Ακαδημίας Αθηνών.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

είσοδος θηλυκό

  1. το σημείο από όπου μπαίνουμε μέσα σε ένα χώρο
    η είσοδος του κτηρίου ήταν κλειστή
  2. η ενέργεια του ρήματος μπαίνω / εισέρχομαι
    ο ηθοποιός έκανε μια θεαματική είσοδο στη σκηνή
  3. (πληροφορική) οτιδήποτε χρησιμοποιεί ένας χρήστης για να εισάγει δεδομένα σε ένα σύστημα
    το πληκτρολόγιο και ο σαρωτής είναι συσκευές εισόδου ενώ η οθόνη και ο εκτυπωτής είναι συσκευές εξόδου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]