wejście
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
wejście < wejść
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wejście (pl) ουδέτερο
- η είσοδος
wejście < wejść
wejście (pl) ουδέτερο