εισάγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εισάγω <
- αρχαία ελληνική εἰσάγω < εἰς + ἄγω
Ρήμα
[επεξεργασία]εισάγω, στ.μέλλ.: θα εισάγω, αόρ.: εισήγαγα, παθ.φωνή: εισάγομαι, μτχ.π.π.: εισηγμένος
- οδηγώ εντός, φέρω μέσα (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
- Τον εισήγαγαν στο νοσοκομείο για θεραπεία.
- Εισήγαγε νέα ήθη στην πολιτική ζωή του τόπου.
- (οικονομία) κάνω εισαγωγή, φέρνω προϊόντα από ξένες χώρες
- Η χώρα μας εισάγει πετρέλαιο από τις αραβικές χώρες.
- Το προηγούμενο έτος η εταιρεία μας εισήγαγε δέκα χιλιάδες ηλεκτρικές συσκευές.
- βοηθώ κάποιον να κατακτήσει τις θεμελιώδεις γνώσεις σε έναν τομέα
- Μας εισήγαγε στα μυστικά της τέχνης του.
- Μας εισήγαγε στο πνεύμα της νομικής επιστήμης.
- (γραμματική) (για μέρη του λόγου) ξεκινάω μια πρόταση
- οι τελικοί σύνδεσμοι εισάγουν τελικές προτάσεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οικονομία