import
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
import (en)
- η εισαγωγή
- το εισαγόμενο προϊόν
- η σημαντικότητα, η σημασία (με την έννοια σημαντικότητα), το ειδικό βάρος, το πόσο σημαντικό είναι κάτι
- το νόημα που έχει κάτι, η σημασία (με την έννοια νόημα)
Ρήμα[επεξεργασία]
import (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
import | imports |
import (fr) αρσενικό
- η εισαγωγή
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
import (ro) ουδέτερο