σημαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σημαίνω < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική σημαίνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siˈme.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ση‐μαί‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

σημαίνω, πρτ.: π-ενσημαίνομαι, αόρ.: σήμανα, π.αόρ.: σημάνθηκα, μτχ.π.π.: σεσημασμένος/σημασμένος

  1. χωρίς παθητική φωνή, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο
    1. (μεταβατικό) είμαι φορέας μιας σημασίας μέσα στο πλαίσιο ενός κώδικα επικοινωνίας, όπως είναι η γλώσσα
      Τι σημαίνει η λέξη "ενδελεχώς";
    2. (μεταβατικό) ταυτίζομαι με κάτι άλλο ως προς το νοηματικό περιεχόμενο
      Η επιφύλαξή μου δε σημαίνει απροθυμία.
    3. (μεταβατικό) (αμετάβατο) εκπέμπω ένα ηχητικό σήμα που αναγγέλλει ή προειδοποιεί για κάτι
      Σήμανε συναγερμός στο στρατόπεδο.
      Σημαίνω εγερτήριο κάθε μέρα στις 6.
    4. (αμετάβατο) (μεταφορικά) φτάνει η ώρα
      Σήμανε η ώρα για να ξεσηκωθούμε.
  2. με παθητική φωνή (μεταβατικό) καταγράφω σημάδι, σήμανση → δείτε τη λέξη σημαίνομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  σημαίνω   σημαίνομαι 
Παρατατικός  ἐσήμαινον   ἐσημαινόμην 
Μέλλοντας  σημανῶ   σημανοῦμαι, σημανθήσομαι 
Αόριστος  ἐσήμηνα   ἐσημηνάμην & ἐσημάνθην 
Παρακείμενος  σεσήμαγκα   σεσήμασμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σημαίνω < σῆμ(α) + -αίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

σημαίνω

  1. δείχνω με κάποιο σημείο, φανερώνω με σημάδια, γνωστοποιώ, καταδεικνύω
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 3, 388e
    Δεῖ δέ γε οὔχ, ὡς ἄρτι ἡμῖν ὁ λόγος ἐσήμαινεν· ᾧ πειστέον, ἕως ἄν τις ἡμᾶς ἄλλῳ καλλίονι πείσῃ.
    Και όμως καθόλου δεν πρέπει να γίνει αυτό, καθώς μας το απόδειξε τώρα η λογική μας, που πρέπει να την πιστέψομε, ώσπου τουλάχιστο να μας πείσουν με καμιάν άλλη καλύτερη.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
  2. κάνω σινιάλα
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 497 (493-497)
    κήρυκ᾽ ἀπ᾽ ἀκτῆς τόνδ᾽ ὁρῶ κατάσκιον | κλάδοις ἐλαίας· μαρτυρεῖ δέ μοι κάσις | πηλοῦ ξύνουρος διψία κόνις τάδε, | ὡς οὐκ ἄναυδος οὗτος, οὐ δαίων φλόγα | ὕλης ὀρείας, σημανεῖ καπνῷ πυρός,
    Κήρυκα βλέπω, νά, που απ᾽ το γιαλό προβαίνει | μ᾽ ελιάς κλαδιά κατάσκεπος και μάρτυράς μου | ο κορνιαχτός, της λάσπης το στεγνό τ᾽ αδέρφι, | πως δε μου φέρνει ανάβοντας βουνίσια ξύλα | με των καψάλων τους καπνούς βουβά σημάδια,
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
  3. φαίνομαι, είμαι φανερός
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 43.3
    ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή,
    γιατί τάφος των μεγάλων είναι η πάσα γη και δεν φανερώνεται από την επιγραφή μιας στήλης στην πατρική τους χώρα.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  4. δίνω εντολή σε κάποιον με σήμα, με παράγγελμα
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 42.4
    ταῦτά σφι εἴπας δεύτερα ἐσήμαινε παραρτέεσθαί τε πάντα καὶ εὐκρινέα ποιέεσθαι ὡς ἅμα ἡμέρῃ τῇ ἐπιούσῃ συμβολῆς ἐσομένης.
    Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό το λόγο του έδωσε το παράγγελμα να κάνουν όλες τις προετοιμασίες και να τακτοποιήσουν τα πάντα όπως πρέπει, γιατί, μόλις χαράξει η επόμενη μέρα, θα δοθεί μάχη.
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 78.1
    μαθὼν δὲ ὁ Κλεομένης ποιεῦντας τοὺς Ἀργείους ὁκοῖόν τι ὁ σφέτερος κῆρυξ σημήνειε, παραγγέλλει σφι, ὅταν σημήνῃ ὁ κῆρυξ ποιέεσθαι ἄριστον, τότε ἀναλαβόντας τὰ ὅπλα χωρέειν ἐς τοὺς Ἀργείους.
    Ο Κλεομένης αντιλήφτηκε πως οι Αργείοι εκτελούν κάθε παράγγελμα που δίνει ο δικός του κήρυκας και διατάζει τους δικούς του, μόλις ο κήρυκας δώσει παράγγελμα να καθίσουν να φάνε, τότε να πάρουν τα όπλα στα χέρια τους και να επιτεθούν στους Αργείους.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  5. (για μάχη) δίνω το σύνθημα της επίθεσης
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 3.29
    ἐπειδὰν δ᾽ ἀναστρέψωσιν οἱ πολέμιοι καὶ ἐκ τοῦ ποταμοῦ ὁ σαλπικτὴς σημήνῃ τὸ πολεμικόν, ἀναστρέψαντας ἐπὶ δόρυ ἡγεῖσθαι μὲν τοὺς οὐραγούς, θεῖν δὲ πάντας καὶ διαβαίνειν ὅτι τάχιστα ᾗ ἕκαστος τὴν τάξιν εἶχεν, ὡς μὴ ἐμποδίζειν ἀλλήλους·
    Κι όταν οι εχθροί γυρίσουν τις πλάτες και φεύγουν και ο σαλπιχτής δώσει από τον ποταμό το πολεμικό σάλπισμα, να γυρίσουν κι αυτοί δεξιά και να πάνε μπροστά οι στρατιώτες της οπισθοφυλακής. Τότε να τρέχουν όλοι και να περνούν τον ποταμό, όσο γίνεται πιο γρήγορα, κρατώντας τη θέση που είχε ο καθένας στην παράταξη, για να μην εμποδίζονται αναμεταξύ τους.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  6. (+ γενική) εξουσιάζω, κυβερνώ, διοικώ
  7. διατάζω, προστάζω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 250 (250-251)
    καὶ σημαίνουσιν ἕκαστος | λαοῖς·
    • και ορίζετε καθένας | τα πλήθη,
      Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    • και προστάζουν ο καθένας τα πλήθη·
      Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
  8. δηλώνω, ανακοινώνω, κοινοποιώ
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 49.1
    ὁ μὲν ταῦτα εἴπας τε καὶ ἐπισχὼν χρόνον, ὥς οἱ οὐδεὶς οὐδὲν ὑπεκρίνετο, ἀπαλλάσσετο ὀπίσω, ἀπελθὼν δὲ ἐσήμαινε Μαρδονίῳ τὰ καταλαβόντα.
    Αυτά είπε λοιπόν ο κήρυκας και περίμενε αρκετή ώρα· καθώς όμως κανείς δεν του έδινε απάντηση, γύρισε πίσω, κι επιστρέφοντας ανακοίνωσε στον Μαρδόνιο το τί συνέβη.
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  9. φανερώνω, διακηρύσσω
  10. (για μαντείο ή για οιωνούς) αποκαλύπτω
  11. ερμηνεύω, επεξηγώ, υποδηλώνω
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 4, 440a
    Οὗτος μέντοι, ἔφην, ὁ λόγος σημαίνει τὴν ὀργὴν πολεμεῖν ἐνίοτε ταῖς ἐπιθυμίαις ὡς ἄλλο ὂν ἄλλῳ.
    Αυτός όμως ο λόγος σημαίνει πως η οργή καμιά φορά αντιμάχεται με τις επιθυμίες, σαν ένα κάτι διαφορετικό από άλλο.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 196a-196b
    χρόας δὲ κάλλος ἡ κατ᾽ ἄνθη δίαιτα τοῦ θεοῦ σημαίνει· ἀνανθεῖ γὰρ καὶ ἀπηνθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ καὶ ἄλλῳ ὁτῳοῦν οὐκ ἐνίζει Ἔρως, οὗ δ᾽ ἂν εὐανθής τε καὶ εὐώδης τόπος ᾖ, ἐνταῦθα δὲ καὶ ἵζει καὶ μένει.
    και η ομορφιά του χρώματος της επιδερμίδας του έχει την εξήγησή της στο ότι ο θεός, πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, ζει μες σε λουλουδότοπους · γιατί ο Έρως δεν πάει να καθίσει πάνω σε σώμα ή σε ψυχή ή σ᾽ ό,τι άλλο που δε βγάζει λουλούδια ή που τα λουλούδια του μαράθηκαν· μόνο όπου βρει τόπο πνιγμένο στα λουλούδια κι ευωδιασμένο, εκεί θρονιάζει και λημεριάζει.
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
  12. σημαδεύω, σφραγίζω
  13. μεσοπαθητική φωνή: σημαίνομαι
    1. συμπεραίνω, πιθανολογώ, εικάζω
    2. σημαδεύω
      ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 7 (Η. Ἕκτορος καὶ Αἴαντος μονομαχία. Νεκρῶν ἀναίρεσις.), στίχ. 175
      Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος,
      Αυτά ᾽πε κι εσημείωσε καθένας τον λαχνόν του.
      Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    3. είμαι σφραγισμένος
    4. επιλέγω, ξεδιαλέγω
    5. δίνω εντολή με σήμα, με παράγγελμα
      ※  2ος↓ αιώνας Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 5, 23.7
      ὑμεῖς δέ, ἄνδρες ἡγεμόνες, ἐπειδὰν σημανθῇ, ξὺν τοῖς καθ᾽ αὑτοὺς ἕκαστοι ξυντεταγμένοι ἰέναι ἐπὶ τὸν θόρυβον, ἵνα ἂ ἡ σάλπιγξ παρακαλῇ.
      Και σεις διοικητές, μόλις δοθεί το σύνθημα, να τρέξετε ο καθένας με συνταγμένους τους άνδρες του προς τον θόρυβο, οπουδήποτε σας καλεί η σάλπιγγα.
      Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greek‑language.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

σύνθετα του ρήματος

Συγγενικά[επεξεργασία]

παράγωγα και σύνθετα σημαν-

→ και δείτε τη λέξη σῆμα

Κλίση[επεξεργασία]

Ρηματικοί τύποι:

→ λείπει η κλίση

Πηγές[επεξεργασία]