σημαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σημαίνω < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική σημαίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
σημαίνω, πρτ.: σήμαινα, στ.μέλλ.: θα σημάνω, αόρ.: σήμανα, παθ.φωνή: σημαίνομαι, π.αόρ.: σημάνθηκα, μτχ.π.π.: σεσημασμένος
- χωρίς παθητική φωνή, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο
- (μεταβατικό) είμαι φορέας μιας σημασίας μέσα στο πλαίσιο ενός κώδικα επικοινωνίας, όπως είναι η γλώσσα
- τι σημαίνει η λέξη "ενδελεχώς";
- (μεταβατικό) ταυτίζομαι με κάτι άλλο ως προς το νοηματικό περιεχόμενο
- η επιφύλαξή μου δε σημαίνει απροθυμία
- (μεταβατικό) (αμετάβατο) εκπέμπω ένα ηχητικό σήμα που αναγγέλλει ή προειδοποιεί για κάτι
- σήμανε συναγερμός στο στρατόπεδο
- σημαίνω εγερτήριο κάθε μέρα στις 6
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) φτάνει η ώρα
- σήμανε η ώρα για να ξεσηκωθούμε
- (μεταβατικό) είμαι φορέας μιας σημασίας μέσα στο πλαίσιο ενός κώδικα επικοινωνίας, όπως είναι η γλώσσα
- με παθητική φωνή (μεταβατικό) καταγράφω σημάδι, σήμανση → δείτε τη λέξη σημαίνομαι
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Μετοχή παθητικού παρακειμένου
- συνήθης τύπος με άλλη σημασία: σεσημασμένος (λόγια μετοχή)
- σπάνιος τύπος με σημασία μαρκαρισμένος: σημασμένος
[επεξεργασία]
- σεσημασμένος (λόγια μετοχή)
- σήμα
- σημασία
- σημαντικός
- σημαίνων (αρσενικό), σημαίνουσα (θηλυκό), σημαίνον (ουδέτερο) (λόγια μετοχή)
- σημαινόμενο(λόγια μετοχή)
- σημείο
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σημαίνω | σήμαινα | θα σημαίνω | να σημαίνω | σημαίνοντας | |
β' ενικ. | σημαίνεις | σήμαινες | θα σημαίνεις | να σημαίνεις | σήμαινε | |
γ' ενικ. | σημαίνει | σήμαινε | θα σημαίνει | να σημαίνει | ||
α' πληθ. | σημαίνουμε | σημαίναμε | θα σημαίνουμε | να σημαίνουμε | ||
β' πληθ. | σημαίνετε | σημαίνατε | θα σημαίνετε | να σημαίνετε | σημαίνετε | |
γ' πληθ. | σημαίνουν(ε) | σήμαιναν σημαίναν(ε) |
θα σημαίνουν(ε) | να σημαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σήμανα | θα σημάνω | να σημάνω | σημάνει | ||
β' ενικ. | σήμανες | θα σημάνεις | να σημάνεις | σήμανε | ||
γ' ενικ. | σήμανε | θα σημάνει | να σημάνει | |||
α' πληθ. | σημάναμε | θα σημάνουμε | να σημάνουμε | |||
β' πληθ. | σημάνατε | θα σημάνετε | να σημάνετε | σημάνετε | ||
γ' πληθ. | σήμαναν σημάναν(ε) |
θα σημάνουν(ε) | να σημάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σημάνει | είχα σημάνει | θα έχω σημάνει | να έχω σημάνει | ||
β' ενικ. | έχεις σημάνει | είχες σημάνει | θα έχεις σημάνει | να έχεις σημάνει | ||
γ' ενικ. | έχει σημάνει | είχε σημάνει | θα έχει σημάνει | να έχει σημάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε σημάνει | είχαμε σημάνει | θα έχουμε σημάνει | να έχουμε σημάνει | ||
β' πληθ. | έχετε σημάνει | είχατε σημάνει | θα έχετε σημάνει | να έχετε σημάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν σημάνει | είχαν σημάνει | θα έχουν σημάνει | να έχουν σημάνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σημαίνομαι | σημαινόμουν(α) | θα σημαίνομαι | να σημαίνομαι | ||
β' ενικ. | σημαίνεσαι | σημαινόσουν(α) | θα σημαίνεσαι | να σημαίνεσαι | ||
γ' ενικ. | σημαίνεται | σημαινόταν(ε) | θα σημαίνεται | να σημαίνεται | ||
α' πληθ. | σημαινόμαστε | σημαινόμαστε σημαινόμασταν |
θα σημαινόμαστε | να σημαινόμαστε | ||
β' πληθ. | σημαίνεστε | σημαινόσαστε σημαινόσασταν |
θα σημαίνεστε | να σημαίνεστε | (σημαίνεστε) | |
γ' πληθ. | σημαίνονται | σημαίνονταν σημαινόντουσαν |
θα σημαίνονται | να σημαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σημάνθηκα | θα σημανθώ | να σημανθώ | σημανθεί | ||
β' ενικ. | σημάνθηκες | θα σημανθείς | να σημανθείς | σημάνσου | ||
γ' ενικ. | σημάνθηκε | θα σημανθεί | να σημανθεί | |||
α' πληθ. | σημανθήκαμε | θα σημανθούμε | να σημανθούμε | |||
β' πληθ. | σημανθήκατε | θα σημανθείτε | να σημανθείτε | σημανθείτε | ||
γ' πληθ. | σημάνθηκαν σημανθήκαν(ε) |
θα σημανθούν(ε) | να σημανθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σημανθεί | είχα σημανθεί | θα έχω σημανθεί | να έχω σημανθεί | σεσημασμένος | |
β' ενικ. | έχεις σημανθεί | είχες σημανθεί | θα έχεις σημανθεί | να έχεις σημανθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σημανθεί | είχε σημανθεί | θα έχει σημανθεί | να έχει σημανθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σημανθεί | είχαμε σημανθεί | θα έχουμε σημανθεί | να έχουμε σημανθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σημανθεί | είχατε σημανθεί | θα έχετε σημανθεί | να έχετε σημανθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σημανθεί | είχαν σημανθεί | θα έχουν σημανθεί | να έχουν σημανθεί |