προστάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾɔˈstazɔ/
- συλλαβισμός : προ‐στά‐ζω
- παλαιός συλλαβισμός : προσ‐τά‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
προστάζω
[επεξεργασία]
- απρόσταχτος
- αφεντοπρόσταγμα
- προσταγή
- πρόσταγμα
- προσταγμένος
- προστακτικά
- προστακτική
- προστακτικός
- → δείτε τις λέξεις προς, τάζω και τάσσω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προστάζω | πρόσταζα | θα προστάζω | να προστάζω | προστάζοντας | |
β' ενικ. | προστάζεις | πρόσταζες | θα προστάζεις | να προστάζεις | πρόσταζε | |
γ' ενικ. | προστάζει | πρόσταζε | θα προστάζει | να προστάζει | ||
α' πληθ. | προστάζουμε | προστάζαμε | θα προστάζουμε | να προστάζουμε | ||
β' πληθ. | προστάζετε | προστάζατε | θα προστάζετε | να προστάζετε | προστάζετε | |
γ' πληθ. | προστάζουν(ε) | πρόσταζαν προστάζαν(ε) |
θα προστάζουν(ε) | να προστάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρόσταξα | θα προστάξω | να προστάξω | προστάξει | ||
β' ενικ. | πρόσταξες | θα προστάξεις | να προστάξεις | πρόσταξε | ||
γ' ενικ. | πρόσταξε | θα προστάξει | να προστάξει | |||
α' πληθ. | προστάξαμε | θα προστάξουμε | να προστάξουμε | |||
β' πληθ. | προστάξατε | θα προστάξετε | να προστάξετε | προστάξτε | ||
γ' πληθ. | πρόσταξαν προστάξαν(ε) |
θα προστάξουν(ε) | να προστάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προστάξει | είχα προστάξει | θα έχω προστάξει | να έχω προστάξει | ||
β' ενικ. | έχεις προστάξει | είχες προστάξει | θα έχεις προστάξει | να έχεις προστάξει | ||
γ' ενικ. | έχει προστάξει | είχε προστάξει | θα έχει προστάξει | να έχει προστάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε προστάξει | είχαμε προστάξει | θα έχουμε προστάξει | να έχουμε προστάξει | ||
β' πληθ. | έχετε προστάξει | είχατε προστάξει | θα έχετε προστάξει | να έχετε προστάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν προστάξει | είχαν προστάξει | θα έχουν προστάξει | να έχουν προστάξει |
|