τάττω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τάττω < πρωτοελληνική *taťťō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂g- (ταγ- (πβ. ταγ-ός: αρχηγός) + παρ. επίθ. -jω)
Ρήμα
[επεξεργασία]τάττω
- παρατάσσω
- τοὺς ὁπλίτας τάττω
- διατάζω
- τοὺς μὲν αὐτῶν ἕταξε τοὺς θησαυροὺς παραλαμβάνειν = διέταξε μερικούς από αυτούς να παραλάβουν τους θησαυρούς.
- τοποθετώ
- ἀργύριον τὸ κάλλιστον πρῶτον τάττω = τοποθετώ πρώτο το πιο όμορφο χρήμα.
- αττικός τύπος του τάσσω