τάττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τάττω < πρωτοελληνική *taťťō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂g- (ταγ- (πβ. ταγ-ός: αρχηγός) + παρ. επίθ. -jω)

τάττω

  1. παρατάσσω
    τοὺς ὁπλίτας τάττω
  2. διατάζω
    τοὺς μὲν αὐτῶν ἕταξε τοὺς θησαυροὺς παραλαμβάνειν = διέταξε μερικούς από αυτούς να παραλάβουν τους θησαυρούς.
  3. τοποθετώ
    ἀργύριον τὸ κάλλιστον πρῶτον τάττω = τοποθετώ πρώτο το πιο όμορφο χρήμα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]