order

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

order < μέση αγγλική ordre < παλαιά γαλλική ordre, ordne, ordene < λατινική ordinem < ordo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
order orders

order (en)

  1. η διαταγή
  2. η παραγγελία
  3. η τάξη, το να είναι όλα τακτοποιημένα, το αποτέλεσμα της υπακοής σε κανόνες
    I will put everything in order!
    Θα τα βάλω όλα σε τάξη!
  4. η τάξη, ταξινομική κατηγορία που συνενώνει συγγενείς μεταξύ τους οικογένειες
  5. η σειρά
    ... after serving an unlikely apprenticeship as a civil servant, rock and roll guitarist, shop owner and disc jockey - though not necessarily in that order (από το δικτυακό τόπο του BBC)
  6. τάγμα (θρησκευτικό)
  7. (μαθηματικά) διάταξη

Παράγωγα[επεξεργασία]

κατάλληλες προθέσεις[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • in order
  • in order to
  • έκφραση: (do something) in correct order
  • έκφραση: put in the right order

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας order
γ΄ ενικό ενεστώτα orders
αόριστος ordered
παθητική μετοχή ordered
ενεργητική μετοχή ordering

order (en)

  1. διατάζω
     συνώνυμα:  command και direct
  2. παραγγέλλω
  3. τακτοποιώ

Πηγές[επεξεργασία]