order
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- order < μέση αγγλική ordre < παλαιά γαλλική ordre, ordne, ordene < λατινική ordinem < ordo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
order (en)
- η διαταγή
- η παραγγελία
- η τάξη (το να είναι όλα τακτοποιημένα, το αποτέλεσμα της υπακοής σε κανόνες)
- η τάξη, ταξινομική κατηγορία που συνενώνει συγγενείς μεταξύ τους οικογένειες
- η σειρά
- ... after serving an unlikely apprenticeship as a civil servant, rock and roll guitarist, shop owner and disc jockey - though not necessarily in that order (από το δικτυακό τόπο του BBC)
- τάγμα (θρησκευτικό)
- (μαθηματικά) διάταξη
[επεξεργασία]
κατάλληλες προθέσεις[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- in order
- in order to
- έκφραση: (do something) in correct order
- έκφραση: put in the right order
Ρήμα[επεξεργασία]
order (en)