orderly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός orderly
συγκριτικός more orderly
υπερθετικός most orderly

Ετυμολογία [επεξεργασία]

orderly < order + -ly

Επίθετο[επεξεργασία]

orderly (en)

  • τακτικός, που είναι τακτοποιημένος με προσεκτικό και λογικό τρόπο
    An orderly man knows where he puts his things.
    Ένας τακτικός άνθρωπος ξέρει πού βάζει τα πράγματά του.
    He is orderly in his habits.
    Είναι τακτικός στις συνήθειές του.
     αντώνυμα: disorderly

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]