σύνθημα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύνθημα < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σύνθημα ουδέτερο
- φράση με πολιτικό περιεχόμενο που τη φωνάζουν ρυθμικά οι συγκεντρωμένοι σε μια πολιτική συγκέντρωση
- φράση με πολιτικό περιεχόμενο γραμμένη σε τοίχο
- ※ Κοιτάζει τους τοίχους, τις προσόψεις των κτιρίων. Είναι «βαμμένοι». Καλυμμένοι με γκράφιτι, καλικαντζούρες και ορνιθοσκαλίσματα . Το μάτι κολλάει πάνω τους αφηρημένο, καταγράφει, χωρίς απαραιτήτως να βγάζει κάποιο νόημα. Πού και πού διαβάζει συνθήματα. Δηλώσεις και παραγγέλματα. (Μαριαλένα Σεμιτέκολου, Ακουαρέλα, εκδ. Ίκαρου, 2022)
- εμβληματική φράση
- (στρατιωτικός όρος) η μία από τις δύο μυστικές λέξεις που χρησιμοποιούνται για αναγνώριση
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σύνθημα
|
στρατιωτικός όρος
|