devise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
devise (en)
- η κληροδότηση
- η διαθήκη ή μια φράση σε διαθήκη
- η κληρονομιά, η ακίνητη περιουσία που κληροδοτείται με διαθήκη
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | devise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | devises |
αόριστος | devised |
παθητική μετοχή | devised |
ενεργητική μετοχή | devising |
devise (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
devise | devises |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
devise (fr) θηλυκό
- το σύνθημα
- το συνάλλαγμα