devise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | devise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | devises |
αόριστος | devised |
παθητική μετοχή | devised |
ενεργητική μετοχή | devising |
Ρήμα
[επεξεργασία]devise (en)
- επινοώ
- ⮡ Who devised this process?
- Ποιος επινόησε αυτή τη διαδικασία;
- ⮡ Who devised this process?
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
devise | devises |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]devise (fr) θηλυκό
- το σύνθημα
- το συνάλλαγμα