device
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
device (en)
- (τεχνολογία) συσκευή[1], διάταξη[1]
- σχέδιο (συχνά παραπλανητικό), στρατήγημα
- λογοτεχνικό στρατήγημα (πχ. ισχυρισμός "πραγματικής ιστορίας", "δεδομένων", "γράμματος πρωταγωνιστή" κτλ.)
- (ρητορική) ρητορικό σχήμα (π.χ μεταφορά ή ειρωνεία)
- (οικόσημα) το προσωπικό έμβλημα κάποιου που τον διακρίνει από άλλα μέλη του ίδιου οίκου[1]
- (πληροφορική) η συσκευή για είσοδο ή έξοδο δεδομένων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
device στην αγγλική Βικιπαίδεια