έμβλημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έμβλημα | τα | εμβλήματα |
γενική | του | εμβλήματος | των | εμβλημάτων |
αιτιατική | το | έμβλημα | τα | εμβλήματα |
κλητική | έμβλημα | εμβλήματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έμβλημα < ελληνιστική κοινή ἔμβλημα < αρχαία ελληνική ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική emblème)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɛɱ.vli.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έμβλημα ουδέτερο
- συμβολικό διακριτικό σχήμα
- (κατ' επέκταση) φράση με επιγραμματικό και διακριτικό χαρακτήρα
- (κατ' επέκταση) φράση ή ρητό που μας εκφράζει, που συμπυκνώνει τα πιστεύω μας
[επεξεργασία]
- εμβληματικά
- εμβληματικός
- εμβληματολογία
- → δείτε τις λέξεις εμβάλλω και βάλλω